- προεδρίη
- ἡ, Αιων. τ. βλ. προεδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεδρίη — προεδρία privilege of the front seats fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρίῃ — προεδρία privilege of the front seats fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεδρία — η, ΝΜΑ, και προεδρεία ΝΜ, και ιων. τ. προεδρίη Α το αξίωμα τού προέδρου νεοελλ. 1. η χρονική περίοδος τής θητείας τού προέδρου («επὶ τής προεδρίας του τα πράγματα ήταν διαφορετικά») 2. φρ. α) «προεδρία τής δημοκρατίας» ί) το αξίωμα τού Προέδρου… … Dictionary of Greek